Ἀφροδισιαστικός

Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδισιαστικός
lecherous
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφροδισιαστικός — ἀφροδισιαστικός, όν (Α) [αφροδισιαστής] 1. αφροδισιακός 2. (για ανθρώπους ή ζώα) λάγνος, ασελγής …   Dictionary of Greek

  • Ἀφροδισιαστικά — Ἀφροδισιαστικός lecherous neut nom/voc/acc pl Ἀφροδισιαστικά̱ , Ἀφροδισιαστικός lecherous fem nom/voc/acc dual Ἀφροδισιαστικά̱ , Ἀφροδισιαστικός lecherous fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικῶν — Ἀφροδισιαστικός lecherous fem gen pl Ἀφροδισιαστικός lecherous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικόν — Ἀφροδισιαστικός lecherous masc acc sg Ἀφροδισιαστικός lecherous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικαί — Ἀφροδισιαστικός lecherous fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικοῖς — Ἀφροδισιαστικός lecherous masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικοί — Ἀφροδισιαστικός lecherous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικούς — Ἀφροδισιαστικός lecherous masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστικῇ — Ἀφροδισιαστικός lecherous fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισιαστική — Ἀφροδισιαστικός lecherous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”